Το Χωριό Σήμερα


Λόγοι Εγκατάλειψης

Η ζωή σε ένα τέτοιο χωριό ήταν πολύ δύσκολη. Οι φαμίλιες ήταν πολυμελείς. Κάθε οικογένεια είχε από τέσσαρα μέχρι εφτά ή οχτώ παιδιά. Τόσα στόματα πώς να χορτάσουν, πώς να ντυθούν, πώς να ποδεθούν. Τα χτήματα ήταν λίγα, τα αγροτικά προϊόντα είχαν χαμηλές τιμές. Δρόμος δεν υπήρχε. Με τα γαϊδούρια και τα άλογα κατέβαιναν στο Πεταλίδι να πουλήσουν τα σύκα, το λάδι, το σιτάρι. Τα χρήματα δεν έφταναν για να πληρώνουν τα βερεσέδια στο μπακάλη και να ψωνίσουν ότι χρειάζονταν.

Νερό δεν υπήρχε από τα πηγάδια και τη βρύση κουβαλούσαν το νερό και πολλές φορές το καλοκαίρι τα πηγάδια και η βρύση στέρευε. Τότε κουβαλούσαν το νερό από το Κεφαλόβρυσο – τα γουλιά- περίπου δυο χιλιόμετρα απόσταση. Η ύδρευση στο χωριό έγινε το 2003, τότε που οι κάτοικοι είχαν φύγει. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε με λάμπες πετρελαίου, φανάρια και καντήλια χρησιμοποιούσαν για φωτισμό. Το ρεύμα μπήκε γύρω στο 1970. Ο δρόμος Πεταλίδι – Καστάνια ανοίχτηκε το 1961 και βέβαια χωματόδρομος. Το αποδεικνύουν οι καταστάσεις ημερομισθίων των κατοίκων που εργάζονταν για τη διάνοιξη. (Κατάσταση 1).

Αν κάποιος αρρώσταινε τον κουβαλούσαν με φορείο στα χέρια, για να τον φέρουν στο νοσοκομείο που ήταν στο Πεταλίδι. Πολλές φορές πέθαινε στο δρόμο. Γενικά η επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν ανύπαρχτη. Η εγκατάλειψη από την Πολιτεία ήταν φανερή.

Οι παραπάνω λόγοι ανάγκασαν τους νέους να θέλουν να φύγουν από το χωριό. Ήδη από το 1900 η μετανάστευση για την Αμερική βρισκόταν σε έξαρση. Όλοι πίστευαν ότι πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό στο νέο κόσμο θα εύρισκαν τον παράδεισο. Άφηναν την οικογένεια τους και έφευγαν.

Από το χωριό έφυγαν πολλοί νέοι εκείνοι την εποχή. Αργότερα έφυγαν για την Αυστραλία και τον Καναδά. Μετά το 1960 πολλά παιδιά έφυγαν για την Αθήνα. Ιδιαίτερα αυτά που τελείωναν το Γυμνάσιο και διορίζονταν σε υπηρεσίες. Μετά το 1980 είχαν μείνει στο χωριό μόνον οι ηλικιωμένοι. Αυτοί αγόρασαν οικόπεδα και έφτιαξαν σπίτι στο Πεταλίδι. Έτσι και δυο τα χωριά έμειναν σχεδόν ακατοίκητα .

Το Χωριό Σήμερα


Σήμερα όλα τα πλακώνει η σιωπή και οι ερημιά. Δυο ρυτιδωμένες από τα χρόνια μορφές ο Μπάρμπα – Παναγιώτης και η θεια - Σταυρούλα έμειναν εκεί (τα έρμα να φυλάνε ). Το «μικρό Παρίσι» όπως το ονόμαζαν οι παλιοί, είναι ακόμη εκεί. Υπάρχουν οι ρίζες του, τα θεμέλια του, που έχτισαν οι προπάππουδες Ζερβαίοι, Ηλιοπουλαίοι, Καρανικολοπλαίοι, Καροπλαίοι, Συκαλαίοι, Σβιλαίοι, Καρβελαίοι, Παναγιωτοπλαίοι.


Υπάρχουν οι αθάνατες ψυχές των νεκρών , που κυκλοφορούν σαν φαντάσματα μέσα στους παντέρημους δρόμους, στους χορτιαρασμένους κήπους, στους μισογκρεμισμένους τοίχους, στα χαλάσματα των σπιτιών, που οι στέγες τους ατενίζουν ξέσκεπες στον ουρανό. Γυρίζουν αναπολούν τα περασμένα και καταριούνται εμάς τους νεώτερους, γιατί αφήσαμε να γίνει αυτή η καταστροφή, γιατί δε σεβαστήκαμε τα όνειρά τους , τους κόπους τους, τον ιδρώτα τους και αφήσαμε το χρόνο, την πολιτεία, τα μίση και τη διχόνοια να εξαφανίσουν όλα, όσα αυτοί με δυσκολίες και θυσίες, αλλά και μεράκι έφτιαξαν.

Κάθε γωνιά του, κάθε πέτρα του, κάθε πηγάδι του, ή βρύση του, κάθε ερειπωμένο του σπίτι, κάθε χορταριασμένη αυλή του, το μικρό σχολειό του, ο Αϊ-Θανάσης “ που ευτυχώς δεν γκρεμίστηκαν ακόμη”, σου μιλάνε για χαρές, για λύπες, για κηδείες, για γάμους, για γεννήσεις, για βαφτίσια, για γιορτές και πανηγύρια, για νυχτέρια και αγώνες.

Αν κλείσεις τα μάτια βλέπεις:

· Τον Παππού Γιάννη Ζέρβα ή Κλεφτογιαννάκη, που κυνηγημένος από τους Τούρκους, βρήκε καταφύγιο σε αυτή τη μικρή γωνιά το 1806, έστησε το τσαρδί του και δημιούργησε ολόκληρη οικογένεια.

· Τη γριά- Μαρίτσα ή Λαμπρίτσα με το σχήμα του γάμα κεφαλαίου, που πήρε το κορμί της από το βάρος των 112 χρόνων της .

· Τον Μπαρμπά- Θανάση με την μαγκούρα να κάθεται στο κεντρί του πάνω μαχαλά, γιατί είχε την τύχη να μην μπορεί να περπατήσει.

· Τον Μπάρμπα – Γίωργη το Λοχία με τη χλαίνη στον ώμο.

· Τον Μπάρμπα – Γιάννη τον Μπανταβό με τα θεόκλειστα μάτια , γιατί είχε την ατυχία να μη βλέπει.

· Τη θεια – Διαμάντω με το ζαλίκι τα ξύλα και την ευθύνη να θρέψει πέντε στόματα.

· Τη θεια- Σταυρούλα με το τυρί και τη λαγάνα στην ποδιά να φιλεύει τα μικρά παιδιά .

· Την Κυρά-Ελένη τη δασκάλα να συγκεντρώνει τους 122 μαθητές της και να προσπαθεί με τον καλό τρόπο της, να τους μάθει όχι μόνο λίγα γράμματα, αλλά και χορό, τραγούδι, θέατρο, κέντημα, κέντρωμα, παιχνίδι, καλοσύνη, ευγένεια, σεβασμό, αγάπη και ανθρωπιά. Να απλώνει το σκοινί δίπλα στη σόμπα για να στεγνώσει τα ρούχα των παιδιών, που ήρθαν περπατώντας στη βροχή μια ώρα δρόμο από του Μπούμπουκα , το Πολυστάρι, το Πέρα και τις τρύπες. Να μοιράζει με μια κουτάλα το συσσίτιο ( Πλιγούρι και λίγο γάλα) στους πεινασμένους μαθητές της.

· Τον Παπά – Αντώνη, που σαν παπάς έπρεπε να κάνει καλό σε όλους, αλλά δυστυχώς δεν το έκανε ποτέ με αποτέλεσμα όλοι να τον μισούν αλλά κανείς δεν το φανέρωνε

· Τις γυναίκες, που πλένουν τραγουδώντας στη βρύση του χωριό, βράζοντας το νερό στο καζάνι και να συναγωνίζονται ποια θα προλάβει να πλύνει στο πέτρινο “ λυμπί” της βρύσης και όχι στην ξύλινη σκάφη της.

· Τις κοπέλες να υφαίνουν με το “ τάκα – τάκα” του αργαλειού τους και να κεντούν τα ασπρόρουχά τους.

· Τη θεια- Μήτσαινα, που ξέχασε πως τη βάφτισε ο νουνός της, γιατί το Φωτεινή είχε 50 χρόνια να το ακούσει, να φτιάχνει τα ζυμωτά μακαρόνια, πλάθοντας το ζυμάρι, τόσο μακρύ, που μπορούσες να περιζώσεις το χωριό είκοσι φορές. Είχε 8 στόματα να ταΐσει.

· Τα αγόρια να τρέχουν και να φωνάζουν, παίζοντας με την καμωμένη από πανιά μπάλα τους, με τον κλίτσικα και τους χωμάτινους βόλους τους .

· Τα κορίτσια να παίζουν τις μανάδες με τις πάνινες κούκλες τους, με τα κουμπιά ( που κάποιες φορές έτρωγαν ξύλο , γιατί τα πήραν χωρίς να ρωτήσουν από τη ραπτομηχανή της μοδίστρας θείας τους) και τα άσπρα στρογγυλά πεντόβολα.

· Τα αγόρια και τα κορίτσια στο κεντρί ( μέρος που το χτυπάει ο ήλιος) στο κέντρο της πλατείας στην πάνω γειτονιά ή στο προαύλιο της εκκλησίας στην κάτω γειτονιά να παίζουν τις αμάδες, το “ περνάει – περνάει η μέλισσα”, το “ ένα λεπτό κρεμμύδι”, το “Μέλισσα – Μέλισσα” , το “ Δεν περνάς κυρά- Μαρία” και άλλα.

· Όλο το χωριό να αποχαιρετά τον Γιώργο , την Ελένη και το Μιχάλη, που φεύγουν για την Αυστραλία και τον Καναδά.

· Τις νοικοκυρές να βγάζουν το νερό με τον κουβά από το πηγάδι και να το κουβαλούν με τις στάμνες .

· Τους φούρνους να καπνίζουν, το τσουκάλι να βράζει στη σιδεροστιά (Πυροστιά) και η κουζίνα να γίνεται κατάμαυρη από τον καπνό και τα μάτια να τρέχουν (λίγοι είχαν τζάκι).

· Τους άντρες να οργώνουν και να σπέρνουν τα χωράφια και τους κήπους.

· Τους άντρες, τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά) τον θεριστή ( Ιούνιο) με το δρεπάνι στο χέρι, πηγαίνουν στο χωράφι, να θερίσουν το χρυσό στάρι, να το κάνουν δεμάτια και θημωνιές.

· Όλη την οικογένεια τον Αλωνάρη ( Ιούλιο) να μαζεύεται στο αλώνι, για να αλωνίσει το σιτάρι. Το άλογο, το γαϊδούρι ή τα βόδια με υπομονή να γυρίζουν γύρω - γύρω από το στύγερο στο αλώνι και το βράδυ να κοιμάται δίπλα στο αλώνι κάτω από τον έναστρο ουρανό, για να μην το κλέψουν.

Να λιχνίζουν το άχυρο για να ξεχωρίσουν το στάρι, για να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς τους. Να κουβαλούν το άχυρο με τα χαλάρια και να τα κουβαλούν στα κατώγια του σπιτιού τους ή στις αποθήκες, όσοι διέθεταν, για να έχουν τροφή για τα ζώα τους. Τον Αύγουστο όλοι μαζεύουν τα σύκα, τα λιάζουν για να τα πουλήσουν και πληρώσουν τα βερεσέδια στον μπακάλη στο Πεταλίδι.

· Τον Τρυγητή ( Σεπτέμβριο) τους βλέπεις να τρυγούν τις σταφίδες και τα αμπέλια. Να λιάζουν τις σταφίδες στα αλώνια, να πατούν τα σταφύλια στον ληνό και να κουβαλούν το μούστο στα βαρέλια.

Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας