Ιστορική Αναδρομή


Καστάνια. Μικρός ημιορεινός οικισμός στην Επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας, ριζωμένος στην ανατολική πλαγιά του όρους Λυκόδημου σε υψόμετρο 300 μ και σε απόσταση 5 χιλιόμετρα Δυτικά από το παραθαλάσσιο Πεταλίδι. Το χωριό έχει έκταση 7 τ. χιλιόμετρα. Το Πολυστάρι έχει υψόμετρο 210μ.

Το 1912 με το Βασιλικό Διάταγμα 31-8-1912, ΦΕΚ Α 262) 1912 αποσπάστηκε από στο Δήμο Πεταλιδίου, που ανήκε μέχρι τότε και έκτοτε μαζί με τον οικισμό Πολυσταρίου αποτέλεσε την Κοινότητα Καστανίων, ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας Καστανίων. (Πίνακας 1)

Στις 11 Οκτωβρίου του 1998, που εφαρμόστηκε το πρόγραμμα «Καποδίστριας», ενώθηκε με το Δήμο Πεταλιδίου και σήμερα μαζί με το Πολυστάρι αποτελεί ένα από τα Δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου.

Όταν εφαρμόστηκε το πρόγραμμα «Καλλικράτης» προσαρμόστηκε στο Δήμο Μεσσήνης και ονομάστηκε τοπική κοινότητα Καστανίων, στην οποία ανήκει και το Πολυστάρι.

H περιοχή κατοικήθηκε πριν από το 1700, σύμφωνα με Ενετικό πίνακα απογραφής του 1700 (Μεσσηνιακά χρονικά σελίδα 405 α/α 33, α΄ τόμος εκδ. 1999 – RISTPETTO {DEL} TERRITORIO DI CORON) στα Καστάνια κατοικούσαν 10 οικογένειες συνολικά 43 άτομα και 12 οικογένειες συνολικά 40 άτομα στο Πολυστάρι και ανήκαν στην Επαρχία Κορώνης. (Πίνακας 2)

Πληθυσμός κατά τις απογραφές (Μεσσηνιακά Χρονικά 1999).

Καστάνια (Πίνακας 3) Πολυστάρι (Πίνακας 4)

Σύμφωνα με την απογραφή το 1835 είχε 27 κατοίκους και το Πολυστάρι με 59 κατοίκους.

Σύμφωνα με τις παραπάνω απογραφές παρατηρούμε τα εξής.

Από το 1700 μέχρι το 1835 ο πληθυσμός στα Καστάνια παρουσιάζει κάποια μείωση, ενώ στο Πολυστάρι αυξάνεται. Έκτοτε έχουμε αύξηση του Πληθυσμού και στα δύο χωριά, με τους περισσότερους κατοίκους το 1940.

Στη συνέχεια αρχίζει σταδιακή μείωση των κατοίκων με αποτέλεσμα το 1991 να είναι μόνον 43 κάτοικοι στα Καστάνια και κανένας στο Πολυστάρι.

Οι περισσότεροι από αυτούς που έφυγαν εγκαταστάθηκαν στο Πεταλίδι, άλλοι έφυγαν για την Αθήνα και το εξωτερικό. Κάποιοι από το Πολυστάρι εγκαταστάθηκαν στη θέση Κουτρουμπέϊκα και Αμμόλακκα, που βρίσκεται στην περιοχή της Αγίας Σωτήρας, αλλά ανήκουν στην τοπική κοινότητα Καστανίων.


Ονομασία

Σύμφωνα με την διήγηση της δασκάλας Ελένης Πιρπυρή το 1940 που πρωτοήρθε στο χωριό σε ένα κήπο κάτω από τη βρύση, υπήρχε ένας μεγάλος κορμός δένδρου και ο Γέρο – Μιχάλης Καρανικολόπουλος της είπε, ότι ήταν καστανιά και την έκοψαν, γιατί η σκιά της εμπόδιζε τα φυτά να μεγαλώσουν. Ο ίδιος της είπε ότι το χωριό πήρε το όνομα του από τις καστανιές, που υπήρχαν και τις έκοψαν, όταν χτίστηκε το χωριό. Υπάρχει και μια άλλη προφορική μαρτυρία για την ονομασία του χωριού. Σύμφωνα με αυτή το χωριό πήρε το όνομά του από τον πασά Καστάνη, που είχε το πασαλίκι του στο Πολυστάρι.

Θέση

Το χωριό είναι χτισμένο στην άκρη του οροπεδίου, που σχηματίζεται σε ένα μικρό λοφίσκο σύρριζα στους πρόποδες του βουνού Λυκόδημου, που έχει υψόμετρο 900 περίπου μ.. Το έδαφος είναι ορεινό, ημιορεινό και σε κάποια σημεία πεδινό και ημιπεδινό.

Τα χτήματα είναι γόνιμα και καταπράσινα. Υπάρχουν ελαιώνες, συκοπερίβολα, σταφίδες, αμπέλια και κήποι.

Δυτικά τα ορεινά χτήματα ανηφορίζουν μέχρι την περιοχή της Άγια Κυριακής στα μισά περίπου του δρόμου Καστάνια - Τρύπες και παραπάνω έχει για σκέπη του το Λυκόδημο.

Βόρια μέχρι την περιοχή Μπαλιόλακκα τα χτήματα είναι ημιπεδινά και από εκεί κατηφορίζουν στην περιοχή Χαλιάδες και φτάνουν μέχρι το κεφαλόβρυσο Γουλιά. Βόρια βρίσκονται τα χωριά Αγία - Σωτήρα και Πανυπέρι.

Ανατολικά τα χτήματα είναι πεδινά μέχρι την περιοχή Γαϊδουρόλακκα και στην συνέχεια κατηφορίζουν στις πλαγιές του λόφου μέχρι την περιοχή Πόλνες και από εκεί ημιπεδινά φτάνουν μέχρι την περιοχή της Νερανζτιάς.

Ανατολικά βρίσκεται το χωριό Πεταλίδι, ο Μεσσηνιακός Κόλπος και απέναντι η Καλαμάτα με το όρος Ταΰγετο.

Νότια τα ορεινά χτήματα κατηφορίζουν μέχρι το ρέμα του Αβορούλι, συνεχίζουν μέχρι το ρέμα Πηγαδάκια, ανεβαίνουν ένα μικρό λόφο μέχρι την περιοχή Ράχες και Ξυρίχια, εκεί γίνονται πάλι ημιπεδινά μέχρι την Περιοχή Καλμπάτσες, Αμμοδούρινες, το ρέμα Κανάλους και φτάνουν στα όρια των Χωριών Μπαλί, Λεύκα και Μπούμπουκα.

Υπάρχουν τέσσερις πράξεις του 1914 των επιτροπών, οι οποίες ορίζουν τα όρια της κοινότητας Καστανίων με τους Δήμους Πεταλιδίου, Πανυπερίου, Μαθίας και Χαϊκαλίου (Αχλαδοχωρίου). Κάθε επιτροπή ήταν πενταμελής συμμετείχαν μόνιμα ο Ειρηνοδίκης Πεταλιδίου, ο Πρόεδρος της κοινότητας Καστανίων και ο Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου, που ήταν ο Γραμματέας της Κοινότητας και ο Πρόεδρος της κοινότητας με τον Διευθυντή των Δημοτικών Σχολείων σαν Γραμματέας των τριών χωριών.

Ι ) Όρια Καστανίων με το χωριό Πεταλιδίου (έκθεση 1) .

ΙΙ) Όρια Καστανίων με το χωριό Πανυπέρι (έκθεση 2).

ΙΙΙ) Όρια Καστανίων με το χωριό Χαϊκαλίου ( σήμερα Αχλαδοχώρι). (έκθεση 3)

ΙV) Όρια Καστανίων με το χωριό Δράγκα ( σήμερα Μαθία). (έκθεση 4)


Κάτοικοι - Εγκατάσταση - Ιστορικά/γενεαλογικά Στοιχεία

Το χωριό κατοικήθηκε, πριν το 1700 από ανεβοκατεβάτες, ( όπως και όλη η περιοχή του Λυκόδημου) σύμφωνα με το βιβλίο του Πασαγιώτη - Ανεβοκατεβάτες).

Αυτοί ήταν βοσκοί, που κατοικούσαν στην ορεινή Αρκαδία. Το Χειμώνα, επειδή στην περιοχή τους είχε πολλά χιόνια και πάγους, κατέβαιναν με τα κοπάδια τους, για να ξεχειμάσουν στα πεδινά και ημιπεδινά μέρη της Μεσσηνίας. Την Άνοιξη, που ο καιρός ήταν καλός γύριζαν πίσω στον τόπο τους, ανέβαιναν στην Αρκαδία. Σαν χρονικό ορόσημο είχαν την γιορτή των δυο καβαλάρηδων. Το Φθινόπωρο γιόρταζαν στις 26 Οκτωβρίου τον Άγιο Δημήτριο και την άλλη μέρα έφευγαν. Την Άνοιξη στις 23 Απριλίου, γιόρταζαν τον Άγιο Γεώργιο και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.

Τα πρώτα χρόνια, οι κάτοικοι έμεναν κοντά στις στάνες, που βρίσκονταν στις περιοχές Ράχες, Κανάλους, Χαλιάδες, Καλμπάτσες, Ξυρίχια, Μπαλιόλακκα και στις γύρω περιοχές, εκεί δηλαδή που υπήρχε τροφή για τα ζώα τους και νερό.

Χώριζαν, δια λόγου, τα βοσκοτόπια της περιοχή τους και έφτιαχναν μια καλύβα και εκεί ζούσαν για έξι περίπου μήνες, εκεί έτρωγαν, μαγείρευαν, κοιμόνταν, τυροκομούσαν, έκαναν όλες τις εργασίες τους και τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις.

Κοντά έχτιζαν κάποιο εκκλησάκι όπου έκαναν τα βαφτίσια, τους γάμους και τις κηδείες. «Στην περιοχή Ράχες υπάρχει ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, που χτίστηκε γύρω στο 1600 μ Χ και όταν έγινε η ανακαίνιση το 2000 βρέθηκαν ανθρώπινα οστά.

Επίσης βρέθηκαν τάφοι με ανθρώπινα οστά στην περιοχή Χαλιάδες, ραχούλα, Τραγανίτσα και Αγία Παρασκευή.

Αργότερα, επειδή ο τόπος ήταν γόνιμος εγκαταστάθηκαν μόνιμα.

Άρχισαν να εκχερσώνουν τα βοσκοτόπια και να τα μετατρέπουν σε χωράφια, να σπέρνουν σιτηρά, να κεντρώνουν τις αγριελιές, να φυτεύουν ελιές, συκιές, σταφίδες και αμπέλια, έτσι από βοσκοί και κτηνοτρόφοι έγιναν γεωργοί. Φυσικά συνέχιζαν να μένουν στις στάνες κοντά στα βοσκοτόπια.

Η εγκατάσταση στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το χωριό έγινε μεταξύ των δεκαετιών 1820 με 1880.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των παππούδων μας (Ο Μιχάλης Ηλιόπουλος του Κωνσταντίνου που γεννήθηκε το 1853), έλεγε στον εγγονό του Μιχάλη Ηλιόπουλο του Βασιλείου ότι (δυο οικογένειες του Ηλιόπουλου και του Ζέρβα, σκέφτηκαν να βρουν ένα σημείο και να φτιάξουν το χωριό. Διάλεξαν τη θέση, που βρίσκεται σήμερα, σκέφτηκαν ότι ήταν ιδανική περιοχή, γιατί εκπληρούσαι όλες τις προϋποθέσεις, που χρειάζονταν.

1.Είχε νερό, υπήρχε μια πηγή στα ριζά του βράχου, εκεί που είναι η βρύση σήμερα, έβαλαν ένα κεραμίδι να μαζεύουν το νερό, που υπάρχει ακόμα μέσα στη βρύση του χωριού).

2. Ήταν προσηλιακό, από το πρωί μέχρι το βράδυ λούζεται στον ήλιο.

3. Ήταν απόμερο και αόρατο από τη θάλασσα, που λυμαινόταν από τους πειρατές.

4. Είχε θέα προς την Ανατολή, το Νοτιά και το Βορά. Έτσι μπορούσαν να δουν έγκαιρα τους εχθρούς και να φύγουν προς τα Δυτικά και να προστατευτούν στο βουνό, που βρίσκεται εκεί .

5. Ήταν κοντά στο δρόμο που ένωνε την Κορώνη με την Καλαμάτα και την Αρκαδία, που ήταν η καταγωγή τους.

Αυτό αποδεικνύεται και από τη διάταξη των σπιτιών στο χωριό. Τα πρώτα σπίτια έχουν χτιστεί στα ριζά του Λυκόδημου και είναι αυτά του Ηλιόπουλου και του Ζέρβα.

Το σπίτι του Ηλιόπουλου Γεωργίου και του Ζέρβα Ιωάννη (Κουτσογιάννη) του Γιωργίκου εγγονού του Ιωάννη Ζέρβα Κλεφτογιαννάκη, που πρώτος ήρθε στα Καστάνια το 1806 χτίστηκαν το 1846 ( υπάρχει γραμμένο σε μια πέτρα στον τοίχο.)


Για τον Κλεφτογιαννάκη και τα Καστάνια, σύμφωνα με την ζώσα μαρτυρία του Κων/νου Αθανασίου Ζέρβα (πυροσβέστης) όπως του την εξιστόρησε ο Κωσταντίνος Φωτίου Ζέρβας (Κοτσωνάκος), οι οποίοι σύνταξαν και το αρχικό οικογενειακό δέντρο των Ζερβαίων (είναι ανηρτημένο στην ιστοσελίδα του χωριού), η ιστορία έχει ως εξής:

Ο πασάς της Κορώνης στην αρχή του 18 αιώνα είχε ένα μοναδικό άλογο που ο πασάς της Καλαμάτας ήθελε με κάθε τρόπο να αποκτήσει. Τον πληροφόρησαν οι αυλικοί του ότι ο Κλεφτογιαννάκης που ζούσε γύρω στο Πεταλίδι ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να το κάνει. Έτσι ο πασάς έστειλε επιτετραμμένους του να τον βρουν και να τον ειδοποιήσουν να παρουσιαστεί σε αυτόν. Πράγματι ο Κλεφτογιαννάκης πήγε στον πασά της Κορώνης, ο οποίος αφού του είπε τι ήθελε, ο Κλεφτογιαννάκης του απάντησε ότι αυτό που ζητούσε ήταν κάτι δύσκολο και χρειάζονταν χρόνο. Αφού πήρε το χρόνο του, παρατήρησε ότι κατά τους ετήσιους τακτικούς ιππικούς αγώνες που γίνονταν στη περιοχή τα άλογα του πασά της Καλαμάτας τα πήγαιναν για πότισμα για όσο καιρό βρίσκονταν εκεί στη πηγή της περιοχής Αρτάκη στη Κορώνη. Έτσι λοιπόν έστησε καρτέρι και κάποια στιγμή που οι υπηρέτες άφηναν όλα τα άλογα για βοσκή, καβαλίκεψε το υπόψη άλογο όπου μετά από κυνηγητό έφτασε στα Καστάνια για να κρυφτεί, αφού ως ανεβοκατεβάτης γνώριζε καλά το μέρος ως βοσκοτόπι από παλιά. Μόλις ησύχασε η κατάσταση, πήρε το άλογο και το παρέδωσε στο πασά της Κορώνης ο οποίος τον ευχαρίστησε, του είπε ότι είναι υπόχρεος και του πρότεινε να του δώσει ως αντάλλαγμα την περιοχή που είχε κρυφτεί όσο καιρό τον κυνηγούσαν. Αυτός δέχτηκε και έτσι η σημερινή περιοχή Καστάνια περιήλθε αρχικά στους Ζερβαίους από τον Κλεφτογιαννάκη. Όταν στη συνέχεια ρωτούσαν τους πρώτους κατοίκους σε ποιόν ανήκει το χωριό, αυτοί απαντούσαν στον Κλεφτογιαννάκη.

Φυσικά εθνολογικά και λαογραφικά, η πράξη του Κλεφτογιαννάκη δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση τη χάρη του ονόματος ΄΄κλέφτης΄΄ που απηχεί για εκείνη την εποχή τον ένοπλο κυρίαρχο της ανυπόταχτης τότε Πελοποννήσου. Όπως έλεγε και ο γέρος του Μοριά όταν μιλούσε για τους επαναστατημένους, γενναίους και ορεσίβιους πατριώτες Έλληνες πριν το 1821, ΄΄ο κλέφτης βγήκε από την εξουσία΄΄. Επιβεβαιώνει σε αυτό και ο γάλλος ιατρός και φυσιοδίφης της εποχής Τουρνερό, που λίγα χρόνια μετά την άλωση γράφει: ονομάζουν κλέφτες τους επαναστατημένους Έλληνες.

Για την γενεαλογία του Κλεφτογιαννάκη, αρχικά ήταν 8 αδέλφια. Ο πρώτος αδελφός πήγε και εγκαταστάθηκε στα Κούντουρα της Αττικής (κοντά στα σημερινά Βίλια). Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ιστορικά για τα Κούντουρα όμως είναι ότι, σύμφωνα με τον ιστορικό Β. Σφυρόερα (1) ο οποίος γράφει πὼς, «μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου Τούρκων καὶ Ἑνετῶν, τὸ 1694, πολλοὶ κάτοικοι Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας ἔφυγαν πρὸς Πελοπόννησο. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν κι ὁ Χατζη-Γιώργης Ζέρβας, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν ΥΔΡΑ και όταν μιλούσαν για αυτόν έλεγαν Ζέρβας ο Κουντουργιώτης για να καταλαβαίνουν ευκολότερα την προέλευσή του, που αργότερα έγινε γνωστὸς μὲ τὸ πατριδωνυμικὸ Κουντουριώτης – γενάρχης τῆς ναυτικῆς οικογένειας τοῦ νησιού, παππούς του Λαζάρου και του Γεωργίου Κουντουριώτη (πλοιοκτήτη και πρωθυπουργού της Ελλάδος το 1848 στην Α΄Ελληνική Δημοκρατία)». Εγγονός του Γεωργίου ήταν ο μεγάλος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης που απελευθέρωσε κατά τους πρώτους Βαλκανικούς πολέμους τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου.


Ο δεύτερος αδελφός απαντάται στο άγαλμα που υπάρχει στην είσοδο του πάρκου ηρώων στο Μεσολόγγι με την επιγραφή ΄΄Τζήμας - Ζέρβας΄΄ Από τα υπόλοιπα αδέλφια για τους οποίους δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία ήταν και ο Ιωάννης Ζέρβας ή Κλεφτογιαννάκης, ανεβοκατεβάτης από την περιοχή της Αλωνίσταινας Αρκαδίας. Είναι επιβεβαιωμένο επίσης ότι, στη περιοχή ΄΄Ζερβαιικα γούπατα΄΄ της Αλωνίσταινας, έζησαν ως κτηνοτρόφοι και ανεβοκατεβάτες στα χειμερινά βοσκοτόπια της Μεσσηνίας οι Ζερβαίοι από το 1770 μέχρι το 1860, όπου και ο τελευταίος εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα.

Αναφορικά με τη ρίζα του επώνυμου Ζέρβας που πρίν την τουρκοκρατία έχει τις ρίζες του στο Σούλι της Ηπείρου, επικρατούσε στη περιοχή να ονομάζουν ζερβούς τους αριστερόχειρες με την έννοια του ανάποδου στη χρήση της άρθρωσης.

(1) https://www.dytikeattiki.gr/dytiki_attiki/%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%89%CF%83-%CE%B7%CF%81%CE%B8%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%84%CE%B5%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%85/ (πότε και πώς ήρθαν οι αρβανίτες στα Κούντουρα)


Οικογένειες

Οι μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού είναι : Η οικογένεια Ζέρβα και Οικογένεια Καρανικολοπούλου

Υπάρχουν οι οικογένειες Καρβέλα, Συκαλιά, Σβίλια, Παναγιωτοπούλου, Ηλιοπούλου και Καροπούλου.

Η πρώτη οικογένεια που, εγκαταστάθηκε στο χωριό είναι η του Ζέρβα Γιάννη ( Κλεφτογιαννάκη) που ήρθε το 1805 από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας μετά και την παραπάνω ζώσα μαρτυρία του Κων/νου Αθανασίου Ζέρβα.

.

Λόγοι Εγκατάλειψης

Η ζωή σε ένα τέτοιο χωριό ήταν πολύ δύσκολη. Οι φαμίλιες ήταν πολυμελείς. Κάθε οικογένεια είχε από τέσσαρα μέχρι εφτά ή οχτώ παιδιά. Τόσα στόματα πώς να χορτάσουν, πώς να ντυθούν, πώς να ποδεθούν. Τα χτήματα ήταν λίγα, τα αγροτικά προϊόντα είχαν χαμηλές τιμές. Δρόμος δεν υπήρχε. Με τα γαϊδούρια και τα άλογα κατέβαιναν στο Πεταλίδι να πουλήσουν τα σύκα, το λάδι, το σιτάρι. Τα χρήματα δεν έφταναν για να πληρώνουν τα βερεσέδια στο μπακάλη και να ψωνίσουν ότι χρειάζονταν.

Νερό δεν υπήρχε από τα πηγάδια και τη βρύση κουβαλούσαν το νερό και πολλές φορές το καλοκαίρι τα πηγάδια και η βρύση στέρευε. Τότε κουβαλούσαν το νερό από το Κεφαλόβρυσο – τα γουλιά- περίπου δυο χιλιόμετρα απόσταση. Η ύδρευση στο χωριό έγινε το 2003, τότε που οι κάτοικοι είχαν φύγει. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε με λάμπες πετρελαίου, φανάρια και καντήλια χρησιμοποιούσαν για φωτισμό. Το ρεύμα μπήκε γύρω στο 1970. Ο δρόμος Πεταλίδι – Καστάνια ανοίχτηκε το 1961 και βέβαια χωματόδρομος. Το αποδεικνύουν οι καταστάσεις ημερομισθίων των κατοίκων που εργάζονταν για τη διάνοιξη. (Κατάσταση 1).

Αν κάποιος αρρώσταινε τον κουβαλούσαν με φορείο στα χέρια, για να τον φέρουν στο νοσοκομείο που ήταν στο Πεταλίδι. Πολλές φορές πέθαινε στο δρόμο. Γενικά η επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν ανύπαρχτη. Η εγκατάλειψη από την Πολιτεία ήταν φανερή.

Οι παραπάνω λόγοι ανάγκασαν τους νέους να θέλουν να φύγουν από το χωριό. Ήδη από το 1900 η μετανάστευση για την Αμερική βρισκόταν σε έξαρση. Όλοι πίστευαν ότι πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό στο νέο κόσμο θα εύρισκαν τον παράδεισο. Άφηναν την οικογένεια τους και έφευγαν.

Από το χωριό έφυγαν πολλοί νέοι εκείνοι την εποχή. Αργότερα έφυγαν για την Αυστραλία και τον Καναδά. Μετά το 1960 πολλά παιδιά έφυγαν για την Αθήνα. Ιδιαίτερα αυτά που τελείωναν το Γυμνάσιο και διορίζονταν σε υπηρεσίες. Μετά το 1980 είχαν μείνει στο χωριό μόνον οι ηλικιωμένοι. Αυτοί αγόρασαν οικόπεδα και έφτιαξαν σπίτι στο Πεταλίδι. Έτσι και δυο τα χωριά έμειναν σχεδόν ακατοίκητα.

Το Χωριό Σήμερα


Σήμερα όλα τα πλακώνει η σιωπή και οι ερημιά. Δυο ρυτιδωμένες από τα χρόνια μορφές ο Μπάρμπα – Παναγιώτης και η θεια - Σταυρούλα έμειναν εκεί (τα έρμα να φυλάνε ). Το «μικρό Παρίσι» όπως το ονόμαζαν οι παλιοί, είναι ακόμη εκεί. Υπάρχουν οι ρίζες του, τα θεμέλια του, που έχτισαν οι προπάππουδες Ζερβαίοι, Ηλιοπουλαίοι, Καρανικολοπλαίοι, Καροπλαίοι, Συκαλαίοι, Σβιλαίοι, Καρβελαίοι, Παναγιωτοπλαίοι.


Υπάρχουν οι αθάνατες ψυχές των νεκρών , που κυκλοφορούν σαν φαντάσματα μέσα στους παντέρημους δρόμους, στους χορτιαρασμένους κήπους, στους μισογκρεμισμένους τοίχους, στα χαλάσματα των σπιτιών, που οι στέγες τους ατενίζουν ξέσκεπες στον ουρανό. Γυρίζουν αναπολούν τα περασμένα και καταριούνται εμάς τους νεώτερους, γιατί αφήσαμε να γίνει αυτή η καταστροφή, γιατί δε σεβαστήκαμε τα όνειρά τους , τους κόπους τους, τον ιδρώτα τους και αφήσαμε το χρόνο, την πολιτεία, τα μίση και τη διχόνοια να εξαφανίσουν όλα, όσα αυτοί με δυσκολίες και θυσίες, αλλά και μεράκι έφτιαξαν.

Κάθε γωνιά του, κάθε πέτρα του, κάθε πηγάδι του, ή βρύση του, κάθε ερειπωμένο του σπίτι, κάθε χορταριασμένη αυλή του, το μικρό σχολειό του, ο Αϊ-Θανάσης “ που ευτυχώς δεν γκρεμίστηκαν ακόμη”, σου μιλάνε για χαρές, για λύπες, για κηδείες, για γάμους, για γεννήσεις, για βαφτίσια, για γιορτές και πανηγύρια, για νυχτέρια και αγώνες.

Αν κλείσεις τα μάτια βλέπεις:

· Τον Παππού Γιάννη Ζέρβα ή Κλεφτογιαννάκη, που κυνηγημένος από τους Τούρκους, βρήκε καταφύγιο σε αυτή τη μικρή γωνιά το 1806, έστησε το τσαρδί του και δημιούργησε ολόκληρη οικογένεια.

· Τη γριά- Μαρίτσα ή Λαμπρίτσα με το σχήμα του γάμα κεφαλαίου, που πήρε το κορμί της από το βάρος των 112 χρόνων της .

· Τον Μπαρμπά- Θανάση με την μαγκούρα να κάθεται στο κεντρί του πάνω μαχαλά, γιατί είχε την τύχη να μην μπορεί να περπατήσει.

· Τον Μπάρμπα – Γίωργη το Λοχία με τη χλαίνη στον ώμο.

· Τον Μπάρμπα – Γιάννη τον Μπανταβό με τα θεόκλειστα μάτια , γιατί είχε την ατυχία να μη βλέπει.

· Τη θεια – Διαμάντω με το ζαλίκι τα ξύλα και την ευθύνη να θρέψει πέντε στόματα.

· Τη θεια- Σταυρούλα με το τυρί και τη λαγάνα στην ποδιά να φιλεύει τα μικρά παιδιά .

· Την Κυρά-Ελένη τη δασκάλα να συγκεντρώνει τους 122 μαθητές της και να προσπαθεί με τον καλό τρόπο της, να τους μάθει όχι μόνο λίγα γράμματα, αλλά και χορό, τραγούδι, θέατρο, κέντημα, κέντρωμα, παιχνίδι, καλοσύνη, ευγένεια, σεβασμό, αγάπη και ανθρωπιά. Να απλώνει το σκοινί δίπλα στη σόμπα για να στεγνώσει τα ρούχα των παιδιών, που ήρθαν περπατώντας στη βροχή μια ώρα δρόμο από του Μπούμπουκα , το Πολυστάρι, το Πέρα και τις τρύπες. Να μοιράζει με μια κουτάλα το συσσίτιο ( Πλιγούρι και λίγο γάλα) στους πεινασμένους μαθητές της.

· Τον Παπά – Αντώνη, που σαν παπάς έπρεπε να κάνει καλό σε όλους, αλλά δυστυχώς δεν το έκανε ποτέ με αποτέλεσμα όλοι να τον μισούν αλλά κανείς δεν το φανέρωνε

· Τις γυναίκες, που πλένουν τραγουδώντας στη βρύση του χωριό, βράζοντας το νερό στο καζάνι και να συναγωνίζονται ποια θα προλάβει να πλύνει στο πέτρινο “ λυμπί” της βρύσης και όχι στην ξύλινη σκάφη της.

· Τις κοπέλες να υφαίνουν με το “ τάκα – τάκα” του αργαλειού τους και να κεντούν τα ασπρόρουχά τους.

· Τη θεια- Μήτσαινα, που ξέχασε πως τη βάφτισε ο νουνός της, γιατί το Φωτεινή είχε 50 χρόνια να το ακούσει, να φτιάχνει τα ζυμωτά μακαρόνια, πλάθοντας το ζυμάρι, τόσο μακρύ, που μπορούσες να περιζώσεις το χωριό είκοσι φορές. Είχε 8 στόματα να ταΐσει.

· Τα αγόρια να τρέχουν και να φωνάζουν, παίζοντας με την καμωμένη από πανιά μπάλα τους, με τον κλίτσικα και τους χωμάτινους βόλους τους .

· Τα κορίτσια να παίζουν τις μανάδες με τις πάνινες κούκλες τους, με τα κουμπιά ( που κάποιες φορές έτρωγαν ξύλο , γιατί τα πήραν χωρίς να ρωτήσουν από τη ραπτομηχανή της μοδίστρας θείας τους) και τα άσπρα στρογγυλά πεντόβολα.

· Τα αγόρια και τα κορίτσια στο κεντρί ( μέρος που το χτυπάει ο ήλιος) στο κέντρο της πλατείας στην πάνω γειτονιά ή στο προαύλιο της εκκλησίας στην κάτω γειτονιά να παίζουν τις αμάδες, το “ περνάει – περνάει η μέλισσα”, το “ ένα λεπτό κρεμμύδι”, το “Μέλισσα – Μέλισσα” , το “ Δεν περνάς κυρά- Μαρία” και άλλα.

· Όλο το χωριό να αποχαιρετά τον Γιώργο , την Ελένη και το Μιχάλη, που φεύγουν για την Αυστραλία και τον Καναδά.

· Τις νοικοκυρές να βγάζουν το νερό με τον κουβά από το πηγάδι και να το κουβαλούν με τις στάμνες .

· Τους φούρνους να καπνίζουν, το τσουκάλι να βράζει στη σιδεροστιά (Πυροστιά) και η κουζίνα να γίνεται κατάμαυρη από τον καπνό και τα μάτια να τρέχουν (λίγοι είχαν τζάκι).

· Τους άντρες να οργώνουν και να σπέρνουν τα χωράφια και τους κήπους.

· Τους άντρες, τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά) τον θεριστή ( Ιούνιο) με το δρεπάνι στο χέρι, πηγαίνουν στο χωράφι, να θερίσουν το χρυσό στάρι, να το κάνουν δεμάτια και θημωνιές.

· Όλη την οικογένεια τον Αλωνάρη ( Ιούλιο) να μαζεύεται στο αλώνι, για να αλωνίσει το σιτάρι. Το άλογο, το γαϊδούρι ή τα βόδια με υπομονή να γυρίζουν γύρω - γύρω από το στύγερο στο αλώνι και το βράδυ να κοιμάται δίπλα στο αλώνι κάτω από τον έναστρο ουρανό, για να μην το κλέψουν.

Να λιχνίζουν το άχυρο για να ξεχωρίσουν το στάρι, για να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς τους. Να κουβαλούν το άχυρο με τα χαλάρια και να τα κουβαλούν στα κατώγια του σπιτιού τους ή στις αποθήκες, όσοι διέθεταν, για να έχουν τροφή για τα ζώα τους. Τον Αύγουστο όλοι μαζεύουν τα σύκα, τα λιάζουν για να τα πουλήσουν και πληρώσουν τα βερεσέδια στον μπακάλη στο Πεταλίδι.

· Τον Τρυγητή ( Σεπτέμβριο) τους βλέπεις να τρυγούν τις σταφίδες και τα αμπέλια. Να λιάζουν τις σταφίδες στα αλώνια, να πατούν τα σταφύλια στον ληνό και να κουβαλούν το μούστο στα βαρέλια.

Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας
Καστάνια Πεταλιδίου Μεσσηνίας | Πολιτιστικός Σύλλογος Κασταναίων - Πολυσταραίων Μεσσηνίας